- διγιτάλις
- (digitalis). Φυτό της οικογένειας των σκροφουλαριιδών, η οποία περιλαμβάνει φυτά που είναι γνωστά με την κοινή ονομασία κορακοβότανα, χελιδονόχορτα κλπ. και ευδοκιμούν σε όλα τα εδάφη. Από τα γνωστότερα είδη είναι η κίτρινη δ. που φυτρώνει κυρίως στα ασβεστολιθικά εδάφη, η δ. η αμφίβολη, που φυτρώνει συνήθως σε υψόμετρο μεταξύ 800 και 2.000 μ. και η κόκκινη δ., που ευδοκιμεί σε πυριτικά εδάφη και χρησιμοποιείται ως διακοσμητικό φυτό, χάρη στο πλούσιο φύλλωμά του και στα μεγάλα κόκκινα άνθη του. Το είδος αυτό έχει ωοειδή, πρασινωπά και χνουδωτά φύλλα στην πάνω επιφάνειά του και υπόλευκα στην κάτω. Ο βλαστός του δεν έχει κλαδιά και καταλήγει σε επιμήκη βότρυ, από τον οποίο κρέμονται τα ωραιότερα άνθη. Από τα φύλλα της δ. αυτής προέρχεται η αλκαλοειδής ουσία της διγιταλίνης, που χρησιμοποιείται ως φάρμακο, κυρίως για τις καρδιακές παθήσεις.
Dictionary of Greek. 2013.